βακέτα

βακέτα
βακέτα, η και βακέτο, το
(λ. ιταλ.), χοντρό δέρμα αδιάβροχο: Τα παπούτσια αυτά είναι φτιαγμένα από βακέτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βακέτα — η 1. κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού 2. υποδήματα από βακέτα 3. νεάζουσα γερασμένη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vacchetta «δαμάλι», υποκορ. του vacca «αγελάδα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”